συ(ν)δαυλίζω

συ(ν)δαυλίζω
συ(ν)δαυλίζω και συνταυλίζω συ(ν)δαύλισα
1. ανασκαλεύω τη φωτιά για να δυναμώσει.
2. μτφ., ανακινώ πάθη: Συ(ν)δαυλίζει με τους λόγους του το μίσος τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαυλίζω — 1. βάζω ξύλα στη φωτιά 2. δαυλιάζω …   Dictionary of Greek

  • συ(ν)δαυλίζω — συ(ν)δαυλίζω, συ(ν)δαύλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δαύλισμα — το [δαυλίζω] 1. το να ρίχνει κανείς ξύλα στη φωτιά, η τροφοδότηση της φωτιάς με ξύλα 2. το συνδαύλισμα, η μετακίνηση των ξύλων για αναζωπύρωση της φωτιάς 3. ο δαυλίτης …   Dictionary of Greek

  • συνδαυλίζω — και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν 1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ 2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”